Να βρίσκεσαι δίπλα στη θάλασσα, αλλά να σε καθορίζει το βουνό; – Τα ξακουστά λιμάνια της περιοχής και το δίλλημα για όλους τους κατοίκους
Υπάρχει ένα συγκλονιστικό ηχοτοπίο που καταγράφει τους ήχους στα Λευκά Όρη: τον αέρα μέσα στα φαράγγια, τα πουλιά, τα άγρια ζώα, τα πρόβατα και τα κουδούνια τους, τις καταιγίδες. Το δημιούργησε η μηχανικός περιβάλλοντος και υποψήφια διδάκτορας του ΕΛΜΕΠΑ, Χριστίνα Γεωργάτου, στο πλαίσιο εργασίας της για την παρατήρηση των ήχων σε προστατευόμενες περιοχές. Υπάρχει, επίσης, ένα πρόγραμμα με ντοκιμαντέρ και ιστοσελίδα που λέγεται Ο δρόμος του ταχυδρόμου. Το «έτρεξε» η Πηνελόπη Γκίνη σε ένα πρότζεκτ που είχε στόχο την προστασία και την ανάδειξη της πεζοπορικής διαδρομής 45 χλμ. την οποία ακολουθούσαν από το 1900 έως το 1985 οι ταχυδρόμοι των Σφακίων για να μεταφέρουν στα, χωρίς οδική πρόσβαση, χωριά την αλληλογραφία. Υπάρχει και ένα σάιτ (agios-ioannis-sfakia.com) με εικόνες καθημερινής ζωής στον Άη Γιάννη, τις οποίες απαθανάτισε με τον φακό του, ζώντας για έναν χρόνο στον οικισμό, ένα ζευγάρι Νορβηγών φοιτητών το 1979, όταν το χωριό αριθμούσε 55 κατοίκους. Τέλος, μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο κυκλοφόρησε το λεύκωμα Apocosmos του Γιώργου Πατρουδάκη, το οποίο παρουσιάζει τη μετακινούμενη κτηνοτροφία, τη σκληρή θερινή ζωή στις Σφακιανές Μαδάρες (τα ορεινά βοσκοτόπια), χωρίς ρεύμα, νερό και οδική πρόσβαση.
Το φαράγγι της Αράδαινας και η γέφυρα, η οποία κατασκευάστηκε το 1986. Φωτ. kathimerini.gr |Δημήτρης Τοσίδης
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, χωρίς να το «φωνάζουν», όλοι αναδεικνύουν τις ιδιαιτερότητες των Σφακίων, οι οποίες έχουν κοινό παρονομαστή: τα δυσπρόσιτα Λευκά Όρη. Με περισσότερες από 50 κορυφές άνω των 2.000 μ., με συγκλονιστικά τοπία στα αλπικά, με βαθιά φαράγγια που κατά μία εκδοχή προσέδωσαν και την ονομασία Σφακιά (σφαξ σημαίνει σχισμή, χάσμα) και απρόσμενα πυκνά δάση που γκρεμίζονται στο Λιβυκό ή Νότιο Κρητικό Πέλαγος. Αυτή η γεωμορφολογία συνεπάγεται έλλειψη οδικού δικτύου μέχρι και σήμερα, καθορίζοντας επιπλέον τη βιοποικιλότητα, τη συντήρηση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, ακόμη και την ιδιοσυγκρασία των Σφακιανών, που είχαν διαχρονικά ένα ατέλειωτο και την ίδια στιγμή περιορισμένο πεδίο για να δραστηριοποιηθούν – και γι’ αυτό μεταφέρουν μέχρι σήμερα τη φήμη ότι είναι «κλειστοί», ίσως και τραχείς χαρακτήρες.
Όλες οι επαναστάσεις στα Σφακιά έχουν γίνει για τα βουνά. Για τους παλιούς ήταν ζωτικός χώρος, και αυτή η κουλτούρα έχει περάσει και στους νέους, οι οποίοι, με εξαιρέσεις μεν, συνεχίζουν να τα προστατεύουν. Μαζί και τους γυπαετούς, τον κρητικό αίγαγρο, τον κρητικό αγριόγατο, αλλά και τη μαλοτήρα ή τα εκατοντάδες είδη φυτών, 25 από τα οποία δεν απαντώνται αλλού στον κόσμο. Μαζί και τις παλιές συνήθειες, όπως την κτηνοτροφία και την τυροκόμηση, που γίνεται ακόμη στις Μαδάρες με πανάρχαιο τρόπο, μέσα στους κούμους, τα θολωτά κτίσματα φτιαγμένα με πέτρα, κατά το εκφορικό σύστημα.
Αυτά τα βουνά, όπως και τα φαράγγια, είναι ιδιόκτητα. Στα Σφακιά δεν υπάρχει δημόσιος χώρος και οι Σφακιανοί δεν πουλάνε τη γη τους. Δεν ήταν εύκολο να παραγκωνιστούν τα φυσικά εμπόδια ώστε να διανοιχθεί ο δρόμος και, όταν αυτό συνέβη, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς το φαράγγι της Σαμαριάς ανακηρύχθηκε Εθνικός Δρυμός.
Στα Σφακιά τα πρόβατα αποκαλούνται οζά και οι κατσίκες αίγες. Δεν φυλάσσονται από βοσκό, καθώς δεν υπάρχουν απειλές Φωτ. kathimerini.gr | Δημήτρης Τοσίδης
Ξακουστά λιμάνια
Κάποτε, όσοι ζούσαν στα παράλια των Σφακίων ήταν προνομιούχοι. Τα λιμάνια σε Χώρα Σφακίων, Λουτρό και Αγία Ρουμέλη ήταν ονομαστά. Το Λουτρό πρωταγωνίστησε και στους ελληνιστικούς χρόνους, ως το ένα από τα δύο λιμάνια της αρχαίας πόλης Φοίνιξ. «Ήταν ασφαλές με όλους τους καιρούς, εκτός από τον σιρόκο, ενώ το διπλανό λιμάνι του Φοίνικα ήταν ασφαλές μόνο από τον σιρόκο. Όλα τα πλοία της Μεσογείου ήξεραν ότι εδώ θα βρουν καταφύγιο. Μέχρι και δικό του νόμισμα είχε αυτός ο μικρός τόπος. Το 1821, το Λουτρό υπήρξε η πρωτεύουσα της επαναστατημένης Κρήτης. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι ήταν παραγκωνισμένο επειδή δεν είχε πρόσβαση», μας λέει η Λουτριανή επιχειρηματίας Γιάννα Πατρουδάκη. Παράλληλα, λόγω αυτής της γειτνίασης με τη θάλασσα, πολλοί Λουτριανοί έγιναν ναυτικοί, άρα και πιο εξωστρεφείς. Ομοίως και οι Χωροσφακιώτες ήταν διαχρονικά πιο εξωστρεφείς, αφού στη Χώρα, έδρα του δήμου σήμερα, υπήρχε εμπορικό λιμάνι και στεγάζονταν όλες οι υπηρεσίες.
Στην Αγία Ρουμέλη υπήρχε και εκεί αυξημένη κίνηση από το εμπόριο, ενώ στην αρχαιότητα στη θέση αυτή βρισκόταν η πόλη Τάρρα, επίσης με δικό της νόμισμα. Ο Ανδρέας Σταυρουδάκης, που διατηρεί εστιατόριο, μας λέει ότι μέσα στο φαράγγι της Σαμαριάς μέχρι και τη δεκαετία του 1960 λειτουργούσαν έξι-επτά νερόμυλοι, στους οποίους έρχονταν για να αλέσουν τα σιτηρά τους ακόμη και από τον κάμπο της Μεσαράς Ηρακλείου. Τα δάση ήταν ιδιόκτητα και οι άνθρωποι ζούσαν από την υλοτομία· λειτουργούσε μάλιστα υδροπρίονο, ενώ εκμεταλλεύονταν και το ρετσίνι. Τότε υπήρχαν πάνω από 35 κατοικημένα σπίτια στο παλιό χωριό της Αγίας Ρουμέλης, ενώ στο σχολείο φοιτούσαν τουλάχιστον 35 παιδιά.
Παρόμοιες αναμνήσεις έχει και ο 75χρονος Ρούσιος Βίγλης, ο οποίος μεγάλωσε στην Αγία Ρουμέλη. Μελισσοκόμος και ιδιοκτήτης ξενοδοχείου, περνά εδώ τα καλοκαίρια του, φέρνοντας και τα μελίσσια του να βοσκήσουν μέσα στο διάσημο φαράγγι. Από παιδί στις εργασίες του πατέρα του, θυμάται να ψάχνει με τα κιάλια αίγαγρους και να διανυκτερεύει τα βράδια στο παλιό χωριό της Σαμαριάς, στο μέσον του φαραγγιού.
«Να παντρευτείς Σαμαριανό»
Αν κάποιοι ήταν πραγματικά απομονωμένοι τις περασμένες δεκαετίες, αυτοί ήταν οι κάτοικοι της Σαμαριάς. Με πεζοπορική πρόσβαση από το Ξυλόσκαλο Ομαλού και από την Αγία Ρουμέλη, περπατούσαν έως και μία μέρα για να βγουν βόρεια προς Χανιά. Εγκλωβισμένοι μέσα στο φαράγγι τον χειμώνα, αποκλεισμένοι βόρεια από τα χιόνια και νότια από τα νερά του ποταμού που «έκλειναν» το πέρασμα στις περίφημες Πόρτες (το διασημότερο σήμερα σημείο του φαραγγιού), μπορούσαν να φύγουν μόνο από ιδιαίτερα επικίνδυνες πλευρικές διαβάσεις. Ωστόσο, οι άνθρωποι ζούσαν εκεί έως τη δεκαετία του 1960, οπότε το φαράγγι ανακηρύχθηκε Εθνικός Δρυμός και το χωριό, στο οποίο είχαν απομείνει μόλις πέντε κάτοικοι, άδειασε κατόπιν απαλλοτριώσεων.
«Πολλές γυναίκες δεν είχαν κουνήσει ποτέ από τη Σαμαριά, δεν ήξεραν πώς είναι η πόλη. Υπήρχε μάλιστα και μια κατάρα, η χειρότερη που μπορούσες να δώσεις τότε σε μια Σφακιανή: να παντρευτεί Σαμαριανό», μας λέει ο Γιάννης Γεωργεδάκης από τον Άγιο Ιωάννη. Άλλος απομακρυσμένος οικισμός αυτός, χωρίς οδική πρόσβαση έως το 1988. Το ανάγλυφο και κυρίως το βαθύ φαράγγι της Αράδαινας δεν επέτρεπαν τη διάνοιξη, έως ότου η οικογένεια Βαρδινογιάννη, η οποία κατάγεται από το χωριό, χρηματοδότησε την κατασκευή γέφυρας το 1986. Παρ’ όλα αυτά, γέφυρα και δρόμος δεν ανέκοψαν την πληθυσμιακή συρρίκνωση. (Η Αράδαινα είχε ήδη ξεκληριστεί κατόπιν βεντέτας, τη δεκαετία του 1950.) Ο γιος του Γιάννη Γεωργεδάκη, Αντώνης, μεγάλωσε στον Άη Γιάννη, όπως και η σύζυγός του Άννα στο χωριό Λιβανιανά. Οι 40 τότε κάτοικοι του Άη Γιάννη, όλοι κτηνοτρόφοι, πηγαινοέρχονταν στην Ανώπολη και τη Χώρα πεζή, με γαϊδουράκια και μουλάρια, ανεβοκατεβαίνοντας την πέτρινη σκάλα στα τοιχώματα της Αράδαινας. Σήμερα, στον Άη Γιάννη ο δρόμος τελειώνει κάτω από τις επιβλητικές κορυφές των Λευκών Ορέων, αλλά οι οκτώ γηραιοί κάτοικοι βλέπουν πολλούς επισκέπτες να φτάνουν πια στο χωριό τους.
Σαν πελώρια φίδια, οι δρόμοι στα Σφακιά, όπως και σε άλλα σημεία της Νότιας Κρήτης, προσπαθούν να τιθασεύσουν το τραχύ ανάγλυφο Φωτ. kathimerini.gr |Δημήτρης Τοσίδης
Ο Αντώνης και η Άννα έχουν φτιάξει εδώ και 25 χρόνια τον ξενώνα Αλώνια, ως συνέχεια του ορειβατικού καταφυγίου που λειτουργούσε κάποτε ο πατέρας του Αντώνη, μετά από παραίνεση ενός Γερμανού συνοδού βουνού. Το νεαρό ζευγάρι μετά από μικρή απουσία επέστρεψε στο χωριό και έκτοτε υποδέχεται επισκέπτες από όλο τον κόσμο που εκτιμούν ακριβώς αυτή την απομόνωση, τα μονοπάτια προς τα Λευκά Όρη, τον Άγιο Παύλο και την Αγία Ρουμέλη, την έλλειψη σήματος στο κινητό, τη σπιτική κουζίνα της Άννας.
Από εδώ περνούν και αρκετοί κτηνοτρόφοι για τα μιτάτα τους στις Μαδάρες, ενώ πρόσβαση στην άλλη πλευρά του βουνού έχουν επίσης από την Ανώπολη, το κατεξοχήν κτηνοτροφικό χωριό των Σφακίων με τους 200 κατοίκους, οι οποίοι τα καλοκαίρια ανεβάζουν τα οζά (ζώα) τους στα αλπικά. «Εκεί πάνω, έτσι άμα κάνεις, θα ακουμπήσεις τον Θεό», μας περιγράφει ο μελισσοκόμος και κτηνοτρόφος Σταύρος Κριαράς και μας μιλάει για την περίφημη μαλοτήρα, που εκεί πάνω υπάρχει παντού, σαν χορτάρι, για τα γερτά κυπαρίσσια που μοιάζουν σαν απολιθωμένα, για την «ορεινή έρημο» που σχηματίζεται κάτω από τις κορυφές και για τη μοναχική ζωή στα Λευκά Όρη από τον Μάιο μέχρι «να μας διώξει το χιόνι».
Μπρος βουνό και πίσω θάλασσα
Σήμερα αποκλεισμένα θεωρούνται τα παράλια, τα οποία συνεχίζουν να μην προσεγγίζονται από δρόμο. Σαν νησιά μέσα στο νησί, Λουτρό και Αγία Ρουμέλη, αλλά και οι συγκλονιστικές παραλίες Γλυκά Νερά, Μάρμαρα, Άγιος Παύλος, Δώματα γίνονται προσβάσιμα μόνο μέσω της υπέροχης πεζοπορικής διαδρομής του Ε4 και διά θαλάσσης – με θαλάσσια ταξί, καραβάκια και το καράβι της γραμμής. Οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι, ειδικά στην Αγία Ρουμέλη, νιώθουν απομονωμένοι. Πέντε όλοι κι όλοι τον χειμώνα, 50 το καλοκαίρι, οπότε λειτουργούν πάνω από 15 επιχειρήσεις, δεν δουλεύουν (όπως θα περίμενε κανείς) με τους πεζοπόρους της Σαμαριάς, οι οποίοι υπολογίζονται γύρω στους 800 ημερησίως και αποχωρούν λίγο μετά την κατάβασή τους. Οι επισκέπτες τους είναι άνθρωποι που επιλέγουν την Αγία Ρουμέλη για την ησυχία, τη μεγάλη παραλία, το παλιό, όμορφο χωριό με την τοπική αρχιτεκτονική, τη βόλτα στο κάστρο, τα πλούσια νερά και την ακόμη πιο πλούσια βλάστηση.
Οι ντόπιοι υποστηρίζουν ότι μόνιμοι κάτοικοι και επισκέπτες θα ήταν περισσότεροι αν υπήρχε εύκολη πρόσβαση. Και η αλήθεια είναι ότι και οι ίδιοι νιώθουν ανασφάλεια: δύο φορές στην ιστορία τους έχουν πνιγεί από το ποτάμι, το οποίο μάλιστα τους ανάγκασε τη δεκαετία του 1980 να δημιουργήσουν τον νέο, άναρχο οικισμό στην παραλία. Η Αγία Ρουμέλη είναι αρκετά μακριά από τα κέντρα: απέχει 8 μίλια από τη Σούγια και 9 από τη Χώρα, ενώ δεν έχει καν αλιευτικό καταφύγιο. «Ούτε με το ψάρεμα δεν μπορούμε να ασχοληθούμε, αφού δεν έχουμε λιμάνι. Ίσως πρέπει πάλι να επαναστατήσουμε», λέει ο Ρούσιος Βίγλης.
Ο Μανόλης Πατρουδάκης, ο ένας από τους τρεις-τέσσερις κατοίκους του Λουτρού Φωτ. kathimerini.gr |Δημήτρης Τοσίδης
Το φαράγγι της Σαμαριάς άνοιξε την περιοχή στον τουρισμό – στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το διέσχιζαν περί τα 2.000 άτομα τη μέρα. «Και τώρα δεν είναι λίγοι, αλλά θα έπρεπε να είναι λιγότεροι. Να θεσπιστούν, δηλαδή, κανόνες ώστε να αποφεύγονται τα ατυχήματα», λέει ο Ανδρέας Σταυρουδάκης, θίγοντας ένα μεγάλο ζήτημα που απασχολεί τους ντόπιους. Η Σαμαριά δεν είναι αξιοθέατο, παρότι προβάλλεται ως τέτοιο. Είναι φαράγγι που απαιτεί αντοχή και γνώση κίνησης στο πεδίο.
Και στο Λουτρό, όμως, ο τουρισμός ξεκίνησε αρκετά νωρίς. Ο Μανόλης Πατρουδάκης, παλιός επιχειρηματίας και ψαράς, θυμάται τους τρεις πρώτους Άγγλους τουρίστες το 1960, όταν ήταν μόλις 10 ετών και το χωριό διατηρούσε ακόμα κάποια ωραία παλιά σπίτια. Ο ίδιος δοκίμασε να μπαρκάρει, αλλά γύρισε γρήγορα πίσω, αφού «εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα και δεν κάνω πουθενά αλλού». Έχοντας περάσει μια ζωή στο ψάρεμα ξιφία και αστακών για τις ανάγκες του εστιατορίου που διατηρούσε, πλέον αποσύρεται στον «πύργο» του πλάι στο καλοδιατηρημένο κάστρο, όπου σκαλίζει τα ξύλα που μαζεύει από τα βουνά, αποφεύγοντας συνάμα τους 1.000 και πλέον επισκέπτες που κατακλύζουν το Λουτρό καθημερινά. Βοηθάει στην κίνηση η εύκολη πρόσβαση με πλεούμενα από τη Χώρα Σφακίων. Το δε Ε4 που το ενώνει με τη Χώρα διασχίζεται σε μία ώρα περίπου, ενώ έτερο μονοπάτι 15 λεπτών οδηγεί στην άσφαλτο που φτάνει έως τον διπλανό Φοίνικα. Η ζωή στο Λουτρό είναι πιο εύκολη και η φράση του Μιχάλη «Θέλει καρδιά να μένεις τον χειμώνα εδώ» περισσότερο δείχνει να επισημαίνει τη μοναξιά των τριών κατοίκων παρά τον αποκλεισμό τους, που δεν ξεπερνά τις 10 μέρες τον χρόνο.
Φροντίζει γι’ αυτό η ΑΝΕΝΔΥΚ, η πολυμετοχική εταιρεία λαϊκής βάσης που με τα πλοία «Δασκαλογιάννης» (Χώρα – Λουτρό – Αγία Ρουμέλη – Σούγια – Παλαιόχωρα) και «Σαμαριά» (επιδοτούμενο, που συνδέει τη Γαύδο με τη γραμμή) στοχεύει στη στήριξη της περιοχής. «Θέλουμε να κρατήσουμε τους ντόπιους και τους νέους στα Σφακιά, να φέρνουμε επισκέπτες, να νιώθουν οι άνθρωποι ότι έχουν λόγο να μείνουν σε αυτόν τον τόσο προνομιούχο τόπο», μας λέει ο Στράτος Μπουρνάζος, καπετάνιος και πρόεδρος της εταιρείας, με καταγωγή από τον Αποκόρωνα, που ήρθε στα Σφακιά ως γαμπρός το 1986. «Αυτό το τοπίο με συνεπαίρνει ακόμη. Ψηλά βουνά και θάλασσα μαζί», τονίζει, επισημαίνοντας ωστόσο το μεγαλύτερο πρόβλημα της περιοχής, τα λιμάνια. «Σε Παλαιόχωρα και Σφακιά είναι αλιευτικά καταφύγια, στο Λουτρό είναι απλώς ένας απάνεμος όρμος με μια προβλήτα, για την Αγία Ρουμέλη δεν το συζητώ».
Ένα δίλημμα για όλους
Οι περισσότεροι Αγιαρομελίτες θέλουν δρόμο και όλοι οι Σφακιανοί τούς ρίχνουν δίκιο. Θεωρούν εγωιστικό να υπερασπίζονται το φυσικό κάλλος έναντι της ανάγκης των ανθρώπων. Όλοι ξέρουν όμως την ίδια στιγμή ότι αυτή την απουσία δρόμου, την έλλειψη μηχανοκίνητων ήχων, τη γαλήνη εκτιμούν τόσο οι επισκέπτες όσο και οι ίδιοι.
Ξέρουν επίσης ότι θα πρέπει να καταστραφεί το Ε4 και να γίνουν επεμβάσεις σε μια περιοχή Natura και Εθνικού Δρυμού. Ότι ίσως σκεπαστεί ο αρχαιολογικός χώρος του Λουτρού και ότι η αγαπημένη τους Σελούδα με το ατέλειωτο πευκοδάσος θα αλλάξει. Ότι θα έχουν ξαφνικά να διαχειριστούν την έλευση δεκάδων αυτοκινήτων σε χωριά χωρίς υποδομές. Ξέρουν ότι ο Φοίνικας και ο Λύκος ούτε αναπτύχθηκαν ούτε κατοικούνται –τα Λιβανιανά ερήμωσαν πριν από χρόνια– παρότι προσεγγίζονται πια από ασφαλτόδρομο.
Φαντάζονται, άραγε, την αλλαγή στο άγριο τοπίο που υπερασπίζονταν διαχρονικά οι πρόγονοί τους; Την αλλοίωση όχι μόνο της εικόνας, αλλά πιθανόν και της κουλτούρας του τόσο ξεχωριστού τόπου τους; Από την άλλη, όσον αφορά τα ορεινά, ίσως έτσι να συνεχίσουν οι νέοι να ασχολούνται με την κτηνοτροφία ή να αποφευχθεί μια πυρκαγιά. Η αλήθεια τους ίσως συμπυκνώνεται στα λόγια του Μανόλη Πατρουδάκη, που είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού: «Θέλω να έρθει ο δρόμος για ώρα ανάγκης. Να μην περάσει όμως κοντά από το ησυχαστήριό μου». Ο Σταύρος Κριαράς θέλει δρόμο προς τις Μαδάρες, αλλά «να είναι για εμάς, όχι για να περνά ο καθένας. Τα βουνά μας είναι παρθένοι τόποι και εμείς τα προστατεύουμε». Είναι άλλωστε οι ίδιοι άνθρωποι που στήθηκαν δυναμικά μπροστά σε κάθε κατακτητή, οι ίδιοι που σήμερα είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν τα βουνά τους στο ενδεχόμενο εγκατάστασης ανεμογεννητριών. Κανείς δεν ξέρει αν όντως χρειάζονται δρόμο και προς ποια κατεύθυνση θα μπορούσε να αλλάξει αυτό τη ζωή τους. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι χρειάζονται άμεσα λιμάνια.
Πηγή: kathimerini.gr
Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα